Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 το μπασκετικό κοινό της χώρας μας είχε την ευκαιρία να απολαύσει τα μεγαλύτερα αστέρια τόσο του ευρωπαϊκού, όσο και του παγκοσμίου μπάσκετ, στα παρκέ της Α1. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποια... απωθημένα. Κάποιοι παίκτες-θρύλοι που δεν ήρθαν ποτέ στην Ελλάδα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο Τόνι Κούκοτς. Ένας από τους κορυφαίους παίκτες που ανέδειξε ποτέ η μεγάλη των "πλάβι" σχολή.
Ο παλαίμαχος Κροάτης έκανε τα πάντα ως παίκτης με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του και πλέον καλείται να συνεισφέρει από ένα άλλο πόστο. Αυτό του τεχνικού συμβούλου στο πλευρό του Γιόζιπ Βράνκοβιτς. Με αφορμή το συγκεκριμένο γεγονός η "Κιτρινόμαυρη ΩΡΑ" σας παρουσιάζει μέσω μιας ιστορικής αναδρομής τα πεπραγμένα του "ροζ πάνθηρα" με τη φανέλα της Κροατίας και όχι μόνο...Τον... κέρδισε το μπάσκετ
Έναν χρόνο αργότερα, η Γιουγκοσλαβία χωρίστηκε και ο "ροζ πάνθηρας" κατέβηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης με την Εθνική Κροατίας. Η δεύτερη θέση κρίθηκε εξαιρετική επιτυχία, αφού η πρώτη ήταν εκ προοιμίου «καπαρωμένη» από την πρώτη και αυθεντική "Dream Team". Ακολούθησαν τρία χάλκινα μετάλλια (Ευρωμπάσκετ 1993, 1995, Παγκόσμιο 1994).
Το ΝΒΑ και ο... Τζόρνταν
Ο Τόνι Κούκοτς έδειχνε από μικρός πως θα... κατακτήσει τον μπασκετικό κόσμο. Το 1990 οι Σικάγο Μπουλς τον επέλεξαν στο νούμερο 29 του ντραφτ και το καλοκαίρι του 1993 αποφάσισε να πραγματοποιήσει το υπερατλαντικό ταξίδι, έχοντας κερδίσει ήδη τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών με την Γιουγκοπλάστικα (μετέπειτα ΠΟΠ ’84 Σπλιτ), αλλά και τρεις φορές τον τίτλο του MVP στην ίδια διοργάνωση (1990-1991 Γιουγκοπλάστικα, 1993 Μπενετόν Τρεβίζο). Εκείνη την εποχή οι Ευρωπαίοι δεν τολμούσαν ούτε καν να περάσουν σαν επισκέπτες από το κορυφαίο πρωτάθλημα του πλανήτη. Όμως, ο "σερβιτόρος" δεν πτοήθηκε και πήγε στο ΝΒΑ, όντας αποφασισμένος να πετύχει. Και τα κατάφερε! Με το... καλημέρα, απέδειξε στον Μάικλ Τζόρνταν και στην παρέα του πως δεν αξίζει να του συμπεριφερθούν ως... ψάρι, αλλά σαν ένα αστέρι. Όπερ και εγένετο. Αφού υπέστη πρώτα μερικά "καψώνια" από τους συμπαίκτες του, στη συνέχεια κέρδισε την εκτίμησή τους και κατάφερε να εξελιχθεί σε ένα εξαιρετικό εργαλείο στα χέρια του Φιλ Τζάκσον. Με τη φανέλα των "ταύρων" κατάφερε να κερδίσει τρία δαχτυλίδι (1996, 1997, 1998), ενώ το 2006 έφτασε στο ζενίθ της καριέρας του, κερδίζοντας με το... σπαθί του το διόλου ευκαταφρόνητο βραβείο του "καλύτερου 6ου παίκτη της χρονιάς".
Στο Σικάγο έμεινε μέχρι το 2000... Ακολούθησε μία σεζόν στους Σίξερς, από όπου παραχωρήθηκε το 2001 στους Χοκς (στο πλαίσιο της ανταλλαγής του Μουτόμπο), ενώ τα τρία τελευταία χρόνια της πλούσιας καριέρας του (2003-2006) τα πέρασε στους Μπακς. Το 2006 πήρε την απόφαση να αποχωρήσει από την ενεργό δράση, κάνοντας σίγουρα το μπάσκετ πιο φτωχό...
"Προτιμώ να παίξω γκολφ"
"Δε λυπάμαι που φεύγω από το μπάσκετ. Νομίζω ότι ήταν ώρα να αποσυρθώ. Ήταν ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου και μου έδωσε πάνω-κάτω όλα όσα επιθυμούσα, αλλά έρχεται κάποια στιγμή, όταν δενμπορείς να το αντέξεις άλλο. Μπορώ ακόμη να παίξω 10, 15, ίσως 20λεπτά, αλλά δεν το έχω ανάγκη πια. Πάντα αισθανόμουν ότι είχα ανάγκη να παίξω μπάσκετ. Αυτή τη στιγμή δεν είναι πια το πιο επιθυμητό πράγμα για μένα. Προτιμώ να παίξω γκολφ".
Νίκος Βαγγέλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου